Την εβδομάδα που πέρασε βρεθήκαμε στα παρασκήνια του Θεάτρου 104, λίγο πριν την 3η παράσταση της φετινής σεζόν για τη "Μουγγή Καμπάνα", για να φωτογραφήσουμε τους πρωταγωνιστές της και να συνομιλήσουμε (άλλη μια φορά) με αυτούς και άλλους συντελεστές της παράστασης που ανεβαίνει για το δεύτερο κύκλο παραστάσεων της.
Πρωταγωνιστές της μαγευτικής αυτής παράστασης - και μοντέλα της φωτογράφου μας Ερατώς Στυλιανουδάκη - είναι ο Μάριος Κρητικόπουλος (κατά το ένα ήμισυ σκηνοθέτης της Καμπάνας), η Ανθή Σαββάκη, η Ηλέκτρα Σαρρή και η Σόνια Καλαϊτζίδου. Παράλληλα στις ερωτήσεις μας απάντησαν και ο φωτιστής της παράστασης Δημήτρης Μπαλτάς, ο Νικόλας Χατζηβασιλειάδης (υποψήφιος για Βραβείο Κίνησης/Χορογραφίας της Ελληνική Ένωσης Κριτικών Θεάτρου και Παραστατικών Τεχνών), αλλά και ο κατά το δέυτερο ήμισυ σκηνοθέτης της Καμπάνας, Πάνος Αποστολόπουλος.
Πώς σκηνοθετείται μια παράσταση με δύο σκηνοθέτες; Είχατε πολύ διαφορετικές οπτικές; Τι στοιχεία προσδίδει ο κάθε σκηνοθέτης στο τελικό αποτέλεσμα;
Μάριος: Η αλήθεια είναι πως κατά τη γνώμη μου ήταν ευτύχημα, παρά τις διαφορές μας ως καλλιτέχνες, να δουλεύουμε “δύο μυαλά” για ένα κοινό στόχο με κοινή αισθητική. Θα έλεγε κανείς ότι ήμασταν ένας σκηνοθέτης αλλά με την διπλάσια ενέργεια σκέψης που είχε στη διάθεση του δύο “λειτουργικά” για να επεξεργαστεί εις βάθος και τις ιδέες των υπόλοιπων συντελεστών που συμπλήρωναν το παζλ. Πριν ξεκινήσουν οι πρόβες, είχαμε κάνει αρκετές συναντήσεις και οι δύο μας αλλά και με τα υπόλοιπα παιδιά και συζητούσαμε για τα θέματα που θέλουμε να φέρουμε στην επιφάνεια, αλλά και τον κώδικα της παραστάσης. Ξέραμε κι από γραφής κειμένου, ότι πάμε να χτίσουμε μια παράσταση αφηγηματικού θεάτρου, κοινής αναπνοής. Προσπαθήσαμε να ανακαλύψουμε όλους τους δυνατούς τρόπους ερμηνείας του κειμένου, πολλούς τους κρατήσαμε, άλλους τους απορρίψαμε. Αλληλοσυμπληρώναμε ο ένας τον άλλον στις σκέψεις, στις ιδέες, στην εκτέλεση. Το θέατρο κατά τη γνώμη μου, είναι μια δουλειά συλλογική που σκηνοθέτης και ηθοποιός βρίσκονται στην ίδια πλευρά της όχθης του ποταμού, κι όχι σε απέναντι.
Πάνος: Το όλο εγχείρημα ξεκίνησε εξ αρχής ως μια ομαδική δουλειά. Η επεξεργασία του κειμένου και η δραματουργία του ξεκίνησε από όλη την ομάδα, και στην πορεία ο καθένας συνέβαλε από το πόστο του όλο και περισσότερο. Είναι ευτυχές το γεγονός της συνεργασίας στη σκηνοθεσία με τον Μάριο. Από νωρίς καταλάβαμε ότι μπορούμε εύκολα να βρούμε κοινούς κώδικες και να συμπληρώσουμε ο ένας τη δουλειά και την οπτική του άλλου. Τις στιγμές που υπήρχε κάποια αμφιβολία εκατέρωθεν, πάντα υπήρχε ο άλλος να βοηθήσει και να συμπληρώσει αυτό που έλειπε. Οπότε αυτή η συνεργασία είχε μόνο κέρδος. Πρακτικά τώρα, στη σκηνοθεσία από δύο ανθρώπους, συστατικό στοιχείο είναι ο πολύς διάλογος, και το να δοκιμάζουμε πολλές επιλογές μέχρι να βρούμε αυτές που εκφράζουν και εκπροσωπούν και τους δυο. Είχαμε συμφωνήσει από την αρχή στον τρόπο που περίπου θα δουλέψουμε και στο αποτέλεσμα που στοχεύουμε, και στην πορεία ο καθένας προσέθετε το “λιθαράκι” του σε διάφορα σημεία.
Σε μια οπτικά λιτή παράσταση όπως η δική σας, με ποιους τρόπους επιλέγετε να προσεγγίσετε τον θεατή; Πιστεύετε ο σύγχρονος θεατής εκτιμάει μια παράσταση που η τέχνη των ηθοποιών μαζί με τη φαντασία του κάνει τη μεγαλύτερη δουλειά, ή είναι πλέον αναγκαία πιο «ηχηρά» ερεθίσματα;
Μάριος: Κύριος στόχος, αρχικά, είναι να ακουστεί η ιστορία, το κείμενο. Άλλωστε πρόκειται για διασκευή του έργου του Θανάση Τριαρίδη. Οπότε κύριο μέλημα μας ήταν και είναι να χτίζουμε μια παράσταση, κάθε βράδυ, με αρχή μέση και τέλος. Παρόλο που γνωρίζουμε που θα οδηγηθεί, θέλουμε να ανακαλύπτουμε μαζί με τον θεατή το επόμενο βήμα της πλοκής της ιστορίας. Ακριβώς επειδή το σκηνικό μας είναι λιτό και η ατμόσφαιρα δίνεται από τον φωτισμό, χρησιμοποιήσαμε μόνο τα απαραίτητα θεατρικά μέσα, το κατεξοχήν εργαλείο του ηθοποιού (δηλαδή το σώμα του και τη φωνή του), για να προσεγγίσουμε και να προκαλέσουμε όχι μόνο τον θεατή, αλλά και εμάς τους ίδιους. Ο θεατής σήμερα έχει τόσες πολλές προσλαμβάνουσες που τίποτα πια δε του φαίνεται καινούργιο, ούτε τον εντυπωσιάζει. Εμείς προσπαθήσαμε να τον φέρουμε στην παράσταση, να τον κάνουμε μάρτυρα των γεγονότων που παρακολουθεί, να του διεγείρουμε τη φαντασία και να δει με τα δικά του μάτια πράγματα που στην παράσταση τα δείχνουμε με το σώμα μας, τη φωνή μας και τον λόγο μας. Δε χρειάζεται να φέρεις επί σκηνής μια καμπάνα και να την επαληθεύσεις. Το στοίχημα είναι παρά την απουσία, στο τέλος ο κάθε θεατής ξεχωριστά να έχει φανταστεί και δει μπροστά του αυτήν την τεράστια κόκκινη καμπάνα, σαν το στόμα του Θεού, που ενώνει το θεϊκό με το ανθρώπινο στοιχείο.
Πάνος: Στην παράστασή μας, ο σκοπός μας ήταν τα σκηνικά να μπορούν να αποκτήσουν πολλές χρήσεις και σημασίες. Το κείμενο αποτέλεσε οδηγό: η εκφορά του λόγου, η ένταση, η ταχύτητα, ο ρυθμός και τα ρυθμικά μοτίβα, το τραγούδι, οι προφορές, ακόμα και ο λόγος όπως προκύπτει από διάφορες σωματικότητες, αποτέλεσαν εργαλεία της δουλειάς μας. Για μένα αυτό είναι το πρώτο κύριο ερέθισμα που λαμβάνει ο θεατής και έτσι μπαίνει σε μια συνθήκη. Το άλλο μισό είναι τα σκηνικά και ο φωτισμός, που παρόλη τη λιτότητά τους, στόχος μας ήταν να είναι υποβλητικά και πολύ συγκεκριμένα ως προς τη συνθήκη που κάθε φορά εξυπηρετούν.
Σίγουρα μια παράσταση με πιο “ηχηρά” ερεθίσματα “αναγκάζει” τον θεατή να την ακολουθήσει πιο πολύ. Όμως πιστεύω ότι το θέατρο είναι μια συνάντηση, που απαιτεί και τη συμμετοχή των θεατών σε αυτό που συμβαίνει μπροστά τους, χωρίς αυτό να χρειάζεται να είναι “ηχηρό”. Και νομίζω πως αυτό ακριβώς είναι ένα από τα γνωρίσματα του θεάτρου, από τη μια η δουλειά των ηθοποιών επί σκηνής και από την άλλη η φαντασία του θεατή να οδηγήσουν σε μια εμπειρία, όπου μέσα στον καθένα κάτι “συνέβη” και θα φύγει έχοντας μετακινηθεί λίγο.
Τι διάσταση δίνουν στην Μουγγή Καμπάνα ο φωτισμός του Δημήτρη Μπαλτά, καθώς και η κίνηση του Νικόλα Χατζηβασιλειάδη;
Δημήτρης: Το φως στη συγκεκριμένη παράσταση φέρει μια μεγάλη ευθύνη. Όντας το μόνο εξωτερικό τεχνικό στοιχείο, πρέπει να κρατήσει ένα ρολό ουσιαστικό και διακριτικό, αλλά με στιγμές έντασης και ξαφνιάσματος. Επιλέχθηκε ένα παιχνίδι ανάμεσα στη σκιά και το ημίφως, εντείνοντας τη μυσταγωγική αίσθηση των σκηνών και ταυτόχρονα υπογραμμίζοντας στοιχεία των χαρακτήρων του έργου. Μέσα σε μια θερμή χρωματική παλέτα βλέπουμε τους ήρωες άλλοτε να μας εκμυστηρεύονται τις πιο αθώες σκέψεις τους στο ημίφως, ενώ ανακοινώνουν τις πιο σκληρές πράξεις στο φως και άλλοτε να κρύβονται στη σκιά για να αποφύγουν να έρθουν αντιμέτωποι με τις αποφάσεις τους. Δανειζόμενοι χρωματικές διαθέσεις από θρησκευτικές και λαογραφικές παραδόσεις επιχειρείται μια υποσυνείδητη σύνδεση, ώστε να συμπληρωθεί η σκηνική δράση, ενώ παίζοντας με την ένταση και το μέγεθος των φωτιστικών πηγών, οι φωτισμοί συνομιλούν με την κινησιολογία για να αποδώσουν ύλη και μορφή στη μουγγή καμπάνα.
Πάνος: Η κίνηση και οι φωτισμοί είναι κομβικά στοιχεία στην παράστασή μας. Καθώς έχουμε χρησιμοποιήσει τεχνικές αφηγηματικού θεάτρου, οι χώροι και οι ρόλοι αλλάζουν διαρκώς μέσω της αφήγησης. Τα φώτα και τα σώματα που κινούνται αναδεικνύουν αυτές τις αλλαγές, σαν ένα σύστημα όπου όλα τα στοιχεία επικοινωνούν, εξυπηρετώντας την εξέλιξη της ιστορίας και στοχεύοντας να δημιουργήσουν εικόνες και συναισθήματα στους θεατές.
Σε μια παράσταση που η κινησιολογία είναι τόσο μεγάλο κομμάτι της τελικής εικόνας που θα φτάσει στο κοινό, πως εμπνέεστε και πως εκφράζεται τελικά αυτό που εσείς θέλετε;
Νικόλας Χατζηβασιλειάδης: Οι πρώτες σκέψεις γεννιούνται από την ανάγνωση του κειμένου που δημιουργεί εικόνες, σχέσεις και φέρνει στην επιφάνεια μνήμες. Αναζητώ μέσα από έργα τέχνης σχήματα, θέσεις σωμάτων και ατμόσφαιρες που ταιριάζουν με την κατεύθυνση που έχουμε θέση ως ομάδα. Κατά την διάρκεια της ερευνητικής διαδικασίας λοιπόν φέρνουμε όλοι μαζί τα κομμάτια που μας αντιστοιχούν στην πρόβα ,παίζουμε με τα υλικά μας βάζοντας συνθήκες και πλαίσια που άλλοτε λειτουργούν και άλλοτε όχι. Μετά λοιπόν από αυτό τοποθετούμε τα κομμάτια του παζλ που λειτουργούν για να φτιάξουμε την εικόνα μας. Είναι μια ζωντανή διαδικασία. Είναι μια ομαδική δουλειά.
Για εμένα προσωπικά, σύγχρονα παραμύθια σαν τη Μουγγή Καμπάνα «αντηχούν» ακόμα πολύ πιο δυνατά μέσα μου κι ας έχω μεγαλώσει πια. Τι πιστεύετε ότι μας μαγεύει στα παραμύθια ως και σήμερα; Τι θέση έχουν στη σημερινή ζωή;
Σόνια: Έχω την ίδια ακριβώς αίσθηση με εσένα σχετικά με την επίδραση της αφήγησης στη φαντασιακή μου λειτουργία. Απολαμβάνω κάθε είδος παραμυθιού από το πιο παιδικό μέχρι το πιο σκοτεινό όπως η Μουγγή Καμπάνα του Θ. Τριαρίδη γιατί είναι ένας «μαγικός», όπως λες, τρόπος να κάνω συνδέσεις με την πραγματικότητα γύρω μου. Είναι άσχημη, και δύσκολη και πολύ συχνά δεν υπάρχει καμία λογική σε όλα αυτά που μας συμβαίνουν, όπως το μίσος για οτιδήποτε παρεκκλίνει από την κατασκευασμένη κανονικότητα, όπως η παραγωγή προσφύγων στηρίζοντας πολέμους, όπως οι άδικες εργασιακές συνθήκες κι άλλα πολλά. Τα παραμύθια λοιπόν για μένα είναι φτιαγμένα για να λειτουργούν ως μέσο βαθύτερης σύνδεσης με αυτήν την πραγματικότητα και ένα όχημα μέσα από το οποίο αναζητώ έναν τρόπο να καταλάβω γιατί να είναι κάτι έτσι όπως είναι. Πιστεύω πως ο άνθρωπος παρά τη φερόμενη ειδολογική του ενηλικίωση είναι ακόμη παιδί σε σχέση με τον κόσμο και χρειαζόμαστε τα παραμύθια για να καλύψουμε τα ερωτήματα που μας βασανίζουν. Για μένα, η αφήγηση (από την ποίηση ως το θέατρο) είναι ένας καλός τρόπος να πούμε αυτά που δεν λέγονται, να έρθουμε λίγο πιο κοντά στον Άλλο.
Συνολικά σαν ομάδα, τι έχετε ανάγκη να επικοινωνήσετε στο κοινό και τι σας δημιουργεί την ανάγκη αυτή;
Ηλέκτρα: Όταν ξεκινήσαμε να δουλεύουμε τη «Μουγγή Καμπάνα», το θέμα που κυρίως μας απασχόλησε ήταν η αχόρταγη φύση του ανθρώπου, που ό,τι κι αν του προσφέρεται πάντα θα θέλει κι άλλο, κι άλλο. Αυτό το «Πόσο ακόμα;» και η αμηχανία που πάντα το συνοδεύει είναι ένα από τα βασικά μηνύματα που προσπαθήσαμε να επικοινωνήσουμε. Η τρέχουσα κοινωνική, πολιτική, οικονομική κατάσταση της χώρας μας, το σύστημα δικαιοσύνης και η δυσκολία πια να ονειρεύεται κανείς και να προχωράει μπροστά στάθηκαν η αφορμή να δουλέψουμε αυτό το συγκεκριμένο έργο. Κι όμως, βασική μας πεποίθηση είναι πως υπάρχει λύση: η αισιοδοξία βρίσκεται στην αλληλεγγύη, το σεβασμό και την τρυφερότητα του ενός προς τον άλλον. Ευελπιστώ οι θεατές να νιώσουν αυτή μας την πρόθεση.
Ποια είναι τα μηνύματα με τα οποία θα θέλατε ή ελπίζετε να φύγει ο θεατής από την παράσταση σας;
Ανθή: Δεν ξέρω αν θα θέλαμε να φύγει με κάποια συγκεκριμένα μηνύματα ο θεατής. Αυτό θα σήμαινε ότι η παράσταση έχει τις απαντήσεις, ότι “διδάσκει”. Η παράσταση μας πιστεύω ότι φιλοδοξεί να θέσει ερωτήματα, τα οποία ο θεατής είτε την ώρα της παράστασης είτε μετά το τέλος της, θα κληθεί να απαντήσει μόνος του. Μια επιτυχημένη θεατρική παράσταση λειτουργεί ως καθρέφτης για τον θεατή, και ενώ είναι μια κοινή εμπειρία (όλοι την “ζούμε” ταυτόχρονα) οφείλει να μιλάει στον καθένα ξεχωριστά.
Σόνια: Δεν έχουμε φτιάξει μια παράσταση διδακτική που έχει σκοπό να περάσει κάποια μηνύματα. Φυσικά αυτό μπορεί να συμβαίνει καθώς είμαστε ο δίαυλος που μεταφέρει το “μήνυμα” του συγγραφέα κι επίσης γιατί έχουμε εξαρχής αποφασίσει να ασχοληθούμε με το συγκεκριμένο έργο με τα συγκεκριμένα μηνύματα. Ωστόσο, επιθυμούμε περισσότερο, όπως είπε και η Ανθή, να θέτουμε ερωτήματα. Εμείς με βάση το κείμενο του Θ. Τριαρίδη αναρωτιόμασταν στις πρόβες κι ακόμη τώρα στις παραστάσεις ψάχνουμε να μάθουμε τα όρια (αν υπάρχουν) της διαφθοράς της εξουσίας, τους μηχανισμούς με τους οποίους παράγεται κι αναπαράγεται ο ρατσισμός, την έννοια της (χαμένης πια) φιλοξενίας των «ικετών». Αναρωτιόμαστε ακόμη, αν θα μπορούσε η αναπαράσταση ενός παραμυθιού να ευαισθητοποιήσει εμάς και τους θεατές της παράστασής μας να αναλογιστούμε τις συνδέσεις με την τωρινή πραγματικότητα. Αν τυχόν μας συγκινούσε η ιστορία της Μουγγής Καμπάνας και μας έφερνε ένα βήμα πιο κοντά στην άλλη οπτική (αυτή των θυμάτων) τότε θεωρώ πως η παράστασή μας ίσως να ήταν επιτυχημένη.
Σας ευχαριστώ πολύ όλους και ελπίζω να τα ξαναπούμε σύντομα!
Η Μουγγή Καμπάνα συνεχίζει την πορεία της για 4 ακόμα παραστάσεις στο Θέατρο 104. Μην τη χάσετε!
*Αποκλειστική φωτογράφηση των πρωταγωνιστών της παράστασης απο τη φωτογράφο του We Love Theater Ερατώ Στυλιανουδάκη.
Comentários