Δεύτερη χρονιά για «Το αγόρι με τις δύο καρδιές», μια παράσταση που έχω αγαπήσει όσο λίγες στη ζωή μου. Ο Θάνος Σκόπας, ένας συμπαθέστατος άνθρωπος, είναι ο Χεσάαμ, ο μικρότερος γιος της οικογένειας Αμίρι. Τον επισκεφτήκαμε στο θέατρο Κατερίνα Βασιλάκου και συζητήσαμε μαζί του για το ρόλο του, για τη σχέση του με τα αδέλφια του, Χουσεΐν (Βαγγέλη Ζάπα) και Χάμεντ (Χρήστο Διαμαντούδη), για την αποδοχή και την αλληλεγγύη που οφείλουμε να δείχνουμε σε όλους τους ανθρώπους και για πολλά άλλα.
Πώς ένιωσες όταν πρωτοδιάβασες το σενάριο; Τι σκέψεις και συναισθήματα σου γεννήθηκαν;
Κοίταξε να δεις, την είχα δει την παράσταση πέρυσι, γιατί είναι φίλοι μου τα παιδιά από πριν. Είναι ένα σκληρό έργο, δεν είναι ένα έργο το οποίο το λες ανάλαφρο. Μάλιστα, με πληροφόρησαν τα παιδιά ότι στην πρώτη ανάγνωση, όταν το διαβάζανε, δεν μπορούσανε να ολοκληρώσουν τις σκηνές. Κλαίγανε δηλαδή. Εγώ το είχα ξεπεράσει αυτό το κομμάτι, αφού την είχα δει, ήξερα τι με περιμένει. Έκλαψα στις πρόβες, γιατί, όταν διάβαζα, επειδή δεν είχα τον ίδιο χρόνο, καθώς ήμουν αντικατάσταση, εστίασα πιο πολύ να μάθω τα λόγια μου, να καταλάβω τη ροή της ιστορίας, να την αφομοιώσω κτλ. Δεν έκλαψα τόσο στην ανάγνωση, όσο έκλαψα και κλαίω στην παράσταση, γιατί είναι βαριά. Σε αυτές τις περιπτώσεις, την ιστορία τη βλέπεις από διαφορετική οπτική, τη βλέπεις ως επάγγελμα, γιατί λες «πρέπει να κάνω τη δουλειά μου». Οπότε αφιερώνεις το χρόνο σου και την ενέργειά σου σε αυτό που πρέπει να υποδυθείς. Αλλά δεν είναι εύκολο έργο. Και επειδή έχει κι αυτές τις απότομες εναλλαγές από την πάρα πολύ χαρά, που παίζουν ποδόσφαιρο τα παιδιά, σε αυτή την έκρηξη με το πρόβλημα υγείας του Χουσεΐν – για όσους δε γνωρίζουν έχει ένα πρόβλημα στην καρδιά του – από τη μία στιγμή στην άλλη, αναγκαστικά νομίζω, σου κόβει τα πόδια.
Είναι ένα έργο που μπορεί να γεννήσει κουβέντα για πάρα πολλά. Για παράδειγμα, για το πώς συμπεριφέρεται ο καθένας και κυρίως η κοινωνία σε ένα άτομο με αναπηρία που δεν του φαίνεται...
Μα από ‘κει ξεκινάει το πρόβλημα. Ξέρεις εγώ πού κατέληξα... Ας το πάμε στο πώς συμπεριφερόμαστε στους αναπήρους με τα καροτσάκια. Γιατί πρέπει να το τονίσουμε ότι πρέπει να τους συμπεριφερόμαστε με το χ τρόπο; Ξέρεις τι λέω; Πρέπει να συμπεριφερόμαστε όλοι σε όλους το ίδιο. Χωρίς να μου βάζουν μια διαφήμιση. Παιδιά, είμαστε όλοι άνθρωποι. Αυτό πρέπει να μάθουμε όλοι από μικρά παιδιά που είμαστε. Όλοι άνθρωποι είμαστε, δεν αλλάζει αυτό, είτε είναι μπλε, είτε είναι καφέ, είτε είναι άσπρος, είτε κάθεται, είτε είναι όρθιος, είτε είναι με ένα πόδι, είτε με ένα χέρι, είτε είναι έτσι, είτε είναι αλλιώς. Εάν αυτό αποτυπωθεί σε όλους, στο κεφάλι μας, δε θα χρειάζεται να λέμε «αχ, μωρέ αυτός είναι ΑμεΑ». Μπορεί να γίνομαι και παρεξηγήσιμος με κάποιους ανθρώπους. Άλλο παράδειγμα... Όταν βλέπω μια έγκυο στο σούπερ μάρκετ, δε θα κάνω δεύτερη σκέψη, θα της πω «εσύ πας μπροστά». Αν μου πει κάποιος που είναι μπροστά μου κάτι διαφορετικό, θα κάνω τσαμπουκά, γιατί αυτή πρέπει να πάει μπροστά. Όλα ξεκινάνε από το σπίτι, από τους γονείς μας, οδηγούμαστε στο σχολείο, στους δασκάλους μας, στον κοινωνικό μας περίγυρο, στους φίλους μας και από κει και πέρα έχει να κάνει με τις εμπειρίες και τις επιλογές που κάνουμε μεγαλώνοντας, με τη δουλειά μας, με τις σπουδές μας. Έτσι πιστεύω εγώ, αυτή είναι η δική μου «τρέλα». [...]
Αυτή η αληθινή ιστορία πού σε άγγιξε;
Θα σου πω τι γίνεται... Εγώ είμαι κι ένα παιδί που μεγάλωσε στα Πατήσια, οπότε είχα να κάνω πάρα πολύ με ανθρώπους που ήταν από άλλες χώρες τη δεκαετία του ’90-2000. Δεν είχαν περάσει εύκολα, ούτε και τώρα περνάνε εύκολα. Είχα κάποιες εικόνες δηλαδή και γνώριζα κάποια παιδιά από το σχολείο μου, που είχαν έρθει δύσκολα στην Ελλάδα. Αυτά τα παιδιά δε μου είχαν πει εμπειρίες, δε μιλάνε γι’ αυτά. Δηλαδή τους έλεγες «πώς ήρθες;» και λέγανε «ε, ήρθα». Ή κάποια παιδιά που γεννήθηκαν εδώ και είχαν έρθει οι γονείς τους με δύσκολο τρόπο στην Ελλάδα. Ούτε γι’ αυτό δε μιλάγανε. Αυτά, βέβαια, δεν το έχουν ζήσει, δεν ξέρουν πώς περάσανε οι γονείς τους. Όταν γεννιέσαι στην Ελλάδα, ακόμα και από άλλη χώρα να είσαι, δεν τρέχει κάτι, μαθαίνεις ελληνικά από την πρώτη μέρα, δεν έχεις κάποια δυσκολία στη γλώσσα. Επίσης, τότε δεν ήταν τόσο έντονο το ρατσιστικό στο σχολείο, ήμασταν όλοι μια ομάδα, δεν είχαμε τέτοια. Τουλάχιστον εγώ στο δημοτικό που πήγαινα, δεν τα βλέπαμε καν αυτά, ήμασταν όλοι παιδιά. Τώρα δεν ξέρω τι γίνεται να σου πω την αλήθεια. Όταν πάει ο γιος μου στο σχολείο, θα σας ενημερώσω.
Με το καλό! Φέτος έρχονται πολλά παιδιά και σχολεία σε σχέση με πέρυσι. Τι σας λένε τα παιδιά;
Η πιο αστεία ερώτηση που έχουν κάνει σε εμάς, τους τρεις γιους, είναι ποια ομάδα υποστηρίζουμε, αν υποστηρίζουμε τη Μάντζεστερ Γιουνάιτεντ ή τη Λίβερπουλ, που – εντάξει – τους λέμε, ρωτήστε μας κάτι πιο σοβαρό αυτή τη φορά. Ένα παιδί εμένα με ρώτησε, γιατί κάνω και το γιατρό στην ιστορία, αν ήξερα το πρόβλημα που είχε ο μεγάλος ο γιος. Αυτό ήταν και πάρα πολύ σπάνιο εκείνη την περίοδο και για να γίνει η θεραπεία του, μόνο δύο χώρες παγκοσμίως έκαναν αυτό το χειρουργείο και αυτές ήταν η Αγγλία ή η Αμερική, τότε, το 2000. Με ρώτησε, λοιπόν, αν το ήξερα και αν το έχω διαβάσει, το οποίο μου φάνηκε πάρα πολύ ενδιαφέρουσα ερώτηση, γιατί εγώ έχω σπουδάσει και δούλευα σα νοσηλευτής 7 χρόνια, μέχρι να ασχοληθώ με την υποκριτική. Και ενώ αναγκαστικά γνωρίζουμε κάποια πράγματα με ιατρικούς όρους ουσιαστικά, αυτό το πρόβλημα υγείας το κατάλαβα όταν το διάβασα, αλλά έπρεπε να διαβάσω και λίγο περαιτέρω για να μπορέσουν τα παιδιά να το καταλάβουν όπως θα το πω εγώ. Ρωτάνε γενικά αν έχουμε έρθει σε επαφή με τέτοια παιδιά. Κάποια παιδιά μας λένε ότι έχουν τέτοια παιδιά στο σχολείο τους. Έχουν έρθει παιδιά που είναι πρόσφυγες. Την Κυριακή, μάλιστα, μας μιλάγανε δύο παιδιά που ήταν από την Ινδία. Μας έλεγε η μια κοπελίτσα, γιατί η άλλη ήταν πολύ ντροπαλή, ότι απαγορεύεται να κάνει πάρα πολλά πράγματα ακόμα και τώρα, όταν ας πούμε είναι στο σπίτι με τον μπαμπά της. Δηλαδή, αν έρθει επισκέπτης, πρέπει να φοράει μια συγκεκριμένη ενδυμασία ινδική και να είναι μόνο μέσα στο δωμάτιο, απαγορεύεται να βγει έξω και να μιλήσει στον επισκέπτη, εν έτει 2024 εδώ, στην Ελλάδα. Αλλά γενικά, έχουμε πάρα πολλά κλάματα. Πολλά παιδιά, που δεν έχουν κάποιο παθολογικό ή άλλο πρόβλημα, κλαίνε και δεν μπορούν να συνέλθουν. Σήμερα ήταν και ένα παιδάκι, το οποίο πίστευε στ’ αλήθεια ότι πέθανε ο μεγάλος γιος, ο ηθοποιός δηλαδή ότι πέθανε, και δεν μπορούσε να συνέλθει. Του μιλήσαμε μετά, το πήραμε αγκαλιά όλοι μαζί, του έδωσα το χελωνονιτζάκι μου. Απ’ ότι μας είπε η δασκάλα είχε κι αυτό κάποιο πρόβλημα, όπως ο Χουσεΐν, όχι στην καρδιά του, κάποιο άλλο. Δε χρειάζεται να αναφερθούμε παραπάνω, γιατί θα μπορούσε να είναι ένα οποιοδήποτε παιδί.
Ο Χεσάαμ, ως ο πιο μικρός της οικογένειας, πιστεύεις, χάνει την παιδικότητά του; Εσύ την έχεις κρατήσει;
Όχι δεν τη χάνει. Δε χάνει ούτε την παιδικότητά του, ούτε τον αυθορμητισμό του, γιατί είναι ένα παιδί 7 χρονών που δεν έχει φίλτρα. Ό,τι σκέφτεται απλά το ξεστομίζει με όλο το βάρος της αλήθειας του. Αυτό κάνουν τα παιδιά. Κι αυτός ήταν και ο στόχος, γιατί εγώ είμαι 33, δεν είμαι 7... Δεν μπορώ να κάνω ένα παιδί. Αυτό θέλαμε να πετύχουμε με το σκηνοθέτη μας, την αθωότητα και τον αυθορμητισμό του παιδιού, την παιδικότητα, χωρίς όμως εγώ να κάνω μια παιδική φωνή, γιατί αυτό δεν εξυπηρετεί κάπου. Αυτή είναι η αλήθεια του Χεσάαμ, η αθωότητα, η παιδικότητα, ο αυθορμητισμός του. Είναι ένα παιδί. Κι εγώ την έχω κρατήσει πάρα πολύ. Μάλιστα όταν γεννήθηκε ο γιος μου, η σύζυγός μου μου είπε «τώρα σας έχω δύο στο σπίτι». Εγώ της έλεγα ότι τώρα έχω ένα φίλο να παίζω όλη μέρα και αυτό κάνω, εκτός από την ώρα που πρέπει να κοιμηθεί και να φάει. Εκεί θέλει τη μαμά του.
Τι κρατάει ο Χεσάαμ από αυτό το ταξίδι – χιλιομετρικά και ψυχολογικά – μέχρι το θάνατο του Χουσεΐν και τι ο Θάνος;
Καταρχάς, ο Χεσάαμ είναι ένα παιδί το οποίο, ως ο πιο μικρός της οικογένειας και έχοντας δύο μεγαλύτερα αδέλφια, κοιτάει τα αδέλφια του στα μάτια τόσο πολύ... Στηρίζεται πάρα πολύ από το τι θα κάνουν τα μεγάλα του αδέλφια. Όχι ότι δεν έχει κρίση, δεν έχει κι αυτός το δικό του χαρακτήρα, αλλά ως ο μικρότερος αδελφός, τα μεγάλα του αδέλφια τα βλέπει σαν πρότυπα. Εγώ τουλάχιστον έτσι τον είδα, τον Χεσάαμ. Ακόμα κι όταν παίζουν ποδόσφαιρο, δηλαδή, ό,τι και να του κάνουν, όσο και να τον πειράζουν, ως ο μικρότερος, κρέμεται από πάνω τους. Γι’ αυτό και νιώσαμε με το Βαγγέλη Ζάπα, που κάνει το μεγάλο γιο, τον Χουσεΐν, ότι όταν τρέχουν είτε στο δάσος είτε κάπου αλλού, κάποιον απ’ τους δύο κρατάει απ’ το χέρι, πάντα! Πάντα κάποιον πιάνει απ’ το χέρι και δεν είναι τόσο η μάνα του ή ο μπαμπάς του. Είναι κάποιος απ’ τα αδέλφια του. Ψάχνει τα αδέλφια του συνέχεια. Νιώθω ότι αυτοί οι δύο είναι η δύναμή του, ότι σε αυτούς βρίσκει δύναμη. Και κάτι που έχουμε προσθέσει φέτος στην παράσταση είναι ότι, όταν ένας απ’ τα μεγάλα του αδέλφια παθαίνει κάτι, ο Χεσάαμ βρίσκεται σε κρίση πανικού. Δεν ξέρει τι να κάνει, δεν ξέρει πώς να το διαχειριστεί. Έτσι το είδαμε, έτσι το νιώσαμε και με τα "αδέλφια μου", γιατί αυτά έχουν συζητηθεί με τους άλλους δύο, με το Χρήστο (Διαμαντούδη) και το Βαγγέλη (Ζάπα). Είμαστε μια πολύ δυνατή ομάδα, λειτουργούμε σαν αδέλφια και έξω. Είναι απίστευτο αυτό. Νομίζω ότι αυτό κρατάει, τη δύναμη που βρήκε μέσα από τα αδέλφια του, χωρίς να χάνει την παιδικότητά του και τον αυθορμητισμό του που είπαμε πριν. Έχει επίσης μαζί του σε όλο το ταξίδι το αγαπημένο του παιχνίδι, το χελωνονιτζάκι του, το οποίο τα αδέλφια του είναι η αιτία που το κράτησε! Δηλαδή, στο παζάρι, που πρέπει να πουλήσει τα αγαπημένα του παιχνίδια, το αγαπημένο του παιχνίδι, ο μεγάλος αδελφός του είπε «κρύφ’ το». Και ο μεσαίος αδελφός του είπε ξανά «κρύφ’ το». Και το είχε συντροφιά σε όλο το ταξίδι. Ο Θάνος κρατάει όλη αυτή την παιδικότητα, που δε θέλει να την αφήσει όσο και να μεγαλώσει, την αθωότητά του, τη δύναμη που βρίσκει μέσα από τα αδέλφια του, την οικογένειά του γενικά. Παραμέλησα λίγο τους γονείς, αλλά δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα. Ο Χεσάαμ είναι και στους γονείς προσκολλημένος, αλλά στα αδέλφια του λίγο παραπάνω. Είναι δύο διαφορετικοί κόσμοι, η σχέση με τα αδέλφια και η σχέση με τους γονείς. Επειδή κι εγώ έχω 4 αδέλφια, θα σου πω κάτι από πείρα. Πάντα τα αδέλφια έχουν ένα δικό τους κόσμο, μια δική τους επικοινωνία, ένα δικό τους τρόπο που βρίσκουν λύσεις στα προβλήματα, παίζουν με ένα δικό τους τρόπο. Έχουν ένα δικό τους κόσμο, εγώ έτσι το έχω βαφτίσει, ένα δικό τους πλανήτη, που δε χωράνε οι γονείς μέσα σε αυτό, δυστυχώς. Όσο και να προσπαθούν οι γονείς, όταν τα αδέλφια κάνουν κόμμα, τελείωσε... Είναι τα αδέλφια μόνα τους και οι γονείς ξεχωριστά.
Τι σου μένει στην τελευταία σκηνή του έργου; Είναι λύτρωση για σένα;
Καταρχάς να σου πω ότι όλο το τέλος εμένα μου είναι πάρα πολύ δύσκολο, γιατί πρώτον μπαινοβγαίνω σε ρόλους πολύ. Άρα και τεχνικά είναι δύσκολο. Θα σου μιλήσω για το συναισθηματικό τώρα. Εγώ, κάθε φορά που βλέπω τον Βαγγέλη, μπαίνοντας στην τελευταία σκηνή του έργου που οδεύει προς το να πεθάνει, πριν έρθουμε μπροστά με το Χρήστο, για κάποιο λόγο κάνω εικόνα ένα από τα αδέλφια μου. Και με πονάει πάρα πολύ. Είναι ο φόβος μου, να μην πάθουν κάτι τα αδέλφια μου. Και το ζω πάρα πολύ έντονα εκείνη τη στιγμή. Όταν βρίσκομαι με το Χρήστο μπροστά, είναι αυτό που σου ‘λεγα πριν για το Χεσάαμ, παίρνω δύναμη να συνεχίσω από το Χρήστο. Όταν τον βλέπω να κλαίει, δεν μπορώ να μιλήσω. Τον βλέπω δύο φορές. Πρέπει να πάρω λίγο χρόνο να συνέλθω, για να μπορέσω να ξεστομίσω αυτό που πρέπει να πω. Μου είναι πιο δύσκολο δηλαδή όταν κλαίει κι ο άλλος. Δεν κλαίμε πάντα, γιατί ενεργειακά δεν είμαστε πάντα το ίδιο. Προσπαθούμε πολύ να είμαστε το ίδιο, αλλά είμαστε άνθρωποι, δεν είμαστε ρομπότ. Ανάλογα και με το τι κοινό έχεις από κάτω, γιατί φέτος που παίζουμε και για σχολεία, δεν είναι εύκολο. Αλλά κατά 80% θα σου πω ότι κλαίμε, δεν μπορούμε να το κρατήσουμε. Είναι κάποιες φορές ρε παιδί μου... Εγώ ένα βράδυ δεν μπορούσα να κοιμηθώ, τώρα πριν μια βδομάδα. Και ήθελα πολύ έντονα να κλάψω. Άσχετα από αυτή τη σκηνή. Δεν κατάλαβα ποτέ γιατί. Και κάναμε μια παράσταση, την Κυριακή, και δεν μπορούσα να συνέλθω. Δηλαδή ήταν σα να έκανα ξέσπασμα πάνω στη σκηνή, οδηγούμενος μέσα από όλο αυτό που συνέβαινε, μέσα από το ρόλο μου. Έγινε πιο βιωματικό.
Δεν ξέρω αν είναι λύτρωση... Θα σου πω τι γίνεται. Ο θάνατος είναι κάτι μεταφυσικό. Το κλάμα είναι ένας τρόπος να αποφορτίζουμε τον εαυτό μας από τα δυσάρεστα συναισθήματα. Έτσι αντιδρά ο οργανισμός, έτσι αμύνεται. Γι’ αυτό προσωπικά όταν εγώ νιώθω ότι θέλω να κλάψω, δεν το κρατάω μέσα μου. Θεωρώ ότι είναι μεγάλο λάθος να κρατάμε ένα τόσο βαρύ, άσχημο συναίσθημα μέσα μας. Όλα τα συναισθήματα, είτε είναι κακά είτε είναι καλά, είναι δικά μας, πρέπει να τα αγαπάμε, να τα αγκαλιάζουμε και να ζούμε με αυτά, όχι εις βάρος τους. Πρέπει να τα βγάζουμε από μέσα μας. Αυτό δε μας λυτρώνει, μας ανακουφίζει. Μας κάνει ανθρώπους. Αυτό είναι το συναίσθημα. Οι άνθρωποι συναισθήματα είναι, και πράξεις. Πράττουμε ανάλογα με το συναίσθημα που νιώθουμε.
Σε ευχαριστώ πολύ για το χρόνο σου και την κουβέντα μας! Ελπίζω να τα ξαναπούμε σύντομα!
Διαβάστε όλη τη συνέντευξη εδώ
Comments