Το Σαββατοκύριακο που πέρασε βρεθήκαμε στον χώρο του BIOS στην Πειραιώς 84 για να παρακολουθήσουμε την παράσταση «Οι τρεις αδελφές (Στη σπηλιά της Εκάτης)» του Άντον Τσέχωφ. Επί τη ευκαιρία βρεθήκαμε με τρεις πρωταγωνίστριες της παράστασης και μιλήσαμε μαζί τους.
Οι εντυπώσεις μας για το έργο
Ο σκηνοθέτης Δημήτρης Τσιάμης δίνει μια νέα οπτική στο κλασικό έργο του Τσέχωφ. Έχει έναν αέρα μυστικιστικό, θυμίζει αρχαία ελληνική τραγωδία. Κατάφερε να φέρει το χτες στο σήμερα, με ένα νεύμα στη σύγχρονη εποχή – πόλεμος, γενοκτονίες, πείνα, άνθρωποι εθισμένοι στις οθόνες.
Οι τρεις αδελφές, συμβολικές φιγούρες περιφέρονται στη σκηνή, άλλοτε χωριστά η καθεμία και άλλοτε όλες μαζί, σαν ένα. Θυμίζουν πως μπορείς να είσαι με άλλους ανθρώπους, ενώ ταυτόχρονα να είσαι απέραντα μόνος ορισμένες στιγμές. Στο έργο του Τσέχωφ μέσα από την ανάγκη για συντροφικότητα και παρηγοριά, αναδύεται η ανάγκη να ξεχωρίσουμε και να ζήσουμε μακριά από την «ακαλλιέργητη» μάζα, όπως αναφέρεται στο έργο.
«Ο άνθρωπος πρέπει να πιστεύει σε κάτι ή τουλάχιστον να αναζητάει μια πίστη, αλλιώς η ζωή του είναι τόσο άδεια»
Ο πατέρας έχει πεθάνει και οι τρεις αδελφές ψάχνουν. Τι ψάχνουν;
Η μεγαλύτερη, η Όλγα, έχει χαρακτήρα τραχύ, κουβαλάει την ευθύνη των αδελφών της. Στο ρόλο η Λυσάνδρα Αναστασοπούλου, εκφραστική και δυναμική, ένας χείμαρρος από αισθήματα.
Η μεσαία, η Μάσα, είναι η πιο σιωπηλή, το μαύρο φουστάνι της σε αντίθεση με τα λευκά των αδερφών της, φαίνεται να κρύβει τον πιο ηχηρό θρήνο. Την ζωντανεύει η Αλίκη Στενού, με μια ερμηνεία απόκοσμη και δυνατή. Η Μάσα ερωτεύεται πρώτη φορά, μα μάταια, τον Βερσίνιν (Δημήτρης Τσιάμης) και μέσα από αυτό γνωρίζει μια άλλου είδους πίκρα.
Η μικρότερη, η ονειροπόλα Ιρίνα, έχει μεγαλώσει πια, θέλει περισσότερο από όλες να πάει στη Μόσχα, θέλει να ανακαλύψει ποια είναι, να φέρει το τώρα στο χτες, τότε που ζούσαν ευτυχισμένες με την οικογένεια τους στη μεγάλη πρωτεύουσα. Η Μάιρα Γραβάνη στο ρόλο της μικρής αδερφής, με μια φωνή σιγανή μα καθαρή σαν κρύσταλλο, σημειώνει σημαντικές αλήθειες.
«Για ποιο λόγο υποφέρουμε τόσο πολύ, για ποιο λόγο ζούμε;»
Στο τέλος της παράστασης οι τρεις αδελφές, συνοδοιπόροι μας, μας παίρνουν από το χέρι και μας λένε,
«Συγγνώμη, σε ευχαριστώ, σ’ αγαπώ».
Είναι λυτρωτικό.
Ακολουθούν οι απαντήσεις των ηθοποιών!
Η Όλγα φαίνεται αρχικά ως η τυπική μεγάλη αδερφή, κουβαλάει την ευθύνη, συμβουλεύει και καθοδηγεί, αλλά πως θεωρείς αλλάζει ο εσωτερικός της κόσμος κατά τη διάρκεια της παράστασης; Κατά τη γνώμη σου τι αλλαγές συντελούνται και πως εκφράζονται τελικά;
Λυσάνδρα Αναστασοπούλου (Όλγα): Ολόκληρη η παράσταση είναι μία τελετουργία. Στο συγκεκριμένο είδος θεάτρου δεν υπάρχει γραμμική εξέλιξη των πραγμάτων. Εάν το δούμε όλη την παράσταση ως μία τελετή μετάβασης, βλέπουμε στην αρχή την Όλγα να ξέρει ήδη τι θέλει να "αφήσει πίσω της".
Την απασχολεί η εργασία της, την απασχολεί η οικογένειά της, την απασχολεί η οικογένειά που θα ήθελε να έχει φτιάξει δίπλα στο πλευρό ενός άντρα, την απασχολεί η ουτοπία της Μόσχας...
Εν τέλει όμως αυτό που μετατοπίζεται στην Όλγα είναι η εύρεση ταυτότητας, είναι το "γνώθι σαυτόν". Μετά την κρίση, μετά την πιο σκοτεινή της ώρα, η Όλγα συνειδητοποιεί πως η ζωή δεν τελείωσε ακόμα...πώς πρέπει να ζήσουν και πως πίσω από κάθε τι υπάρχει ένας βαθύτερος λόγος που συμβαίνουν τα πράγματα... δεν ξέρει ποιος είναι ...θα ήθελε να ξέρει... μα όπως και να έχει γνωρίζει πια πως όλα ακόμα και τα πιο μεγάλα βάσανά μας θα φέρουν την χαρά στις επόμενες γενιές... μέχρι που η Ευτυχία και η Ειρήνη να επικρατήσουν στη Γη! Εμείς όμως στο εδώ και τώρα, πρέπει να Ζήσουμε τη Ζωή που μας δόθηκε!!!
Η Μάσα ερωτεύεται για πρώτη φορά στη ζωή της, τον Βερσίνιν, πως την αλλάζει αυτό; Και τι τελικά αντιπροσωπεύει για εκείνη η «πράσινη βελανιδιά»;
Αλίκη Στενού (Μάσα): Η Μάσα λέει μέσα στο κείμενο “Αγαπώ, αυτή είναι η μοίρα μου...”. Όταν ερωτεύεται τον Βερσίνιν νοηματοδοτείται η ζωή της, είναι σαν να καταλαβαίνει καλύτερα τη φύση της, τον προορισμό της. Ο έρωτας την απελευθερώνει και τη βγάζει, για λίγο τουλάχιστον, από το ασφυκτικό πλαίσιο όπου ζει, από τον γάμο με έναν άνθρωπο που δεν την γοητεύει πια και από την επαρχιακή πόλη της Ρωσίας που μοιάζει να μην την χωράει. Στον Βερσίνιν βλέπει επίσης, πέρα από τον εραστή, έναν αντάξιο συνομιλητή, έναν άνθρωπο εξίσου μορφωμένο και πνευματώδη με τον οποίο νιώθει ότι μπορεί να επικοινωνεί βαθύτερα. Κι αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για εκείνη μιας και μέσω αυτού φωτίζονται θεμελιώδη στοιχεία και της δικής της προσωπικότητας, όπως οι γνώσεις, η καλλιέργεια και το συνολικό της πνεύμα, πράγματα που για άλλους μοιάζουν “άχρηστα”.
Η “πράσινη βελανιδιά” και οι στίχοι που ακολουθούν είναι του Πούσκιν. Η εμφάνιση και επανάληψή τους μέσα στο κείμενο είναι μυστηριώδεις, τόσο για τον θεατή όσο και για την ίδια τη Μάσα. “Γιατί λέω αυτή τη φράση από το πρωί; Δεν λέει να ξεκολλήσει από το κεφάλι μου...”. Η πράσινη βελανιδιά μοιάζει με αίνιγμα, το οποίο η Μάσα προσπαθεί να λύσει μέχρι το τέλος του έργου. Είναι σαν ένα μυστικό το οποίο δεν της έχει αποκαλυφθεί ακόμα, μοιάζει με τους κύκλους που κάνουν από πάνω της τα αποδημητικά πουλιά, τα οποία θα συνεχίσουν να πετούν έτσι για χιλιάδες χρόνια ακόμα “ώσπου στο τέλος να τους φανερώσει ο Θεός το μυστικό”.
Η μικρότερη αδελφή, η Ιρίνα, είναι γεμάτη όνειρα, ελπίδες και σχέδια για τη ζωή. Πώς αλλάζει αυτό κατά την πάροδο του χρόνου στην παράσταση και τι σημαίνει τελικά αυτή η επιστροφή της στη Μόσχα που τόσο επιθυμεί βαθιά μέσα της;
Μάιρα Γραβάνη (Ιρίνα): Στην αρχή του έργου βλέπουμε την Ιρινα γεμάτη όνειρα για την ζωή της. Επιθυμεί να εργαστεί και πιστεύει ότι ο λόγος της μελαγχολίας τους πηγάζει από την αδράνεια. Ξεκινάει να βρει εργασία με τις καλύτερες προθέσεις και γεμάτη ενθουσιασμό σύντομα όμως καταλαβαίνει ότι η εργασία δεν εμπεριέχει από μόνη της και την αίσθηση χρησιμότητας. Και εκεί ξεκινάει το ταξίδι της προς την ενηλικίωση. Η Μόσχα είναι το μέρος που νιώθει ότι ανήκει. Η ζωή που ζει είναι σαν να μην της ανοίκει, σαν να μην της ταιριάζει και τροφοδοτείται από την σκέψη ότι θα γυρίσει στη Μόσχα που είναι κάτι σαν Γη της επαγγελίας. Η Μόσχα φυσικά είναι περισσότερο ψυχική κατάσταση παρά τόπος.
Φωτογραφίες: Ερατώ Στυλιανουδάκη
Comments