Στο Θέατρο «Επί Κολωνώ», λίγα μέτρα μακριά από τον Σταθμό Λαρίσης, είχαμε την τιμή να είμαστε παρόντες και παρούσες στην πρώτη, ελληνική μεταφορά του διάσημου έργου «Linda» της Penelope Skinner από την ομάδα Νάμα. Το κείμενο της Αγγλίδας συγγραφέως, υπό τη σκηνοθεσία της Ελένης Σκότη, ανέβηκε στο ελληνικό «σανίδι», με στόχο να ευαισθητοποιήσει, να προκαλέσει και να πολεμήσει!
Το 2024, η Linda Wilde είναι όσα η κοινωνία απαιτεί μια γυναίκα να είναι: Πετυχημένη σύζυγος, μάνα και επαγγελματίας, όλα ταυτοχρόνως και όλα στο έπακρον. Όταν, όμως, περάσει τα 50, τότε θα δει ότι η ζωή θέλει να την εκτοπίσει, θεωρώντας την πια «μεγάλη». Καριέρα, γάμος και οικογένεια κλονίζονται, αφού η κοινωνία δε θέλει τη γυναίκα να γερνάει. Σε έναν κόσμο ασφυκτικά ανδροκρατούμενο, η Linda θα κάνει τη φωνή της ξανά να ακουστεί;
Ηγούμενη της σκηνοθεσίας, η Ελένη Σκότη δημιούργησε μια παράσταση, που διαπνεόταν από βαθύ ρεαλισμό και συγκινητική αλήθεια, παρουσιάζοντας τα πράγματα ακριβώς όπως είναι και στην πραγματικότητα, δίχως ίχνος θεατρικής υπερβολής και δράματος. Κάθε επιλογή της είχε ουσιαστική, δραματουργική βάση και ενέτεινε τη διέγερση του προβληματισμού του κοινού.
Η μετάφραση του Γιώργου Χατζηνικολάου κρίθηκε εξαιρετική, αφού μπόρεσε να μεταδώσει στα ελληνικά τη σύγχρονη υπόσταση του έργου, με την ταχεία, άμεση και σημερινή του γλώσσα, που εξυπηρέτησε τους στόχους του στον απόλυτο βαθμό.
Ο ίδιος συντελεστής, μάλιστα, αναλαμβάνοντας τη σκηνογραφία, με ευρηματικά εύστοχους, αλλά λιτούς τρόπους, μπόρεσε να αποτυπώσει αισθητικά όσα η παράσταση αντιπροσωπεύει. Η σκηνογραφία για την κουζίνα του σπιτιού της Linda, καθώς και για το γραφείο της, «έπνευσαν» μια πνοή αλήθειας, δίχως κανέναν «θεατρινισμό».
Τα κοστούμια της Μαρίας Αναματερού είχαν δομηθεί έτσι, ώστε να εκπροσωπούν τον κάθε χαρακτήρα ξεχωριστά και όσα αυτός προσωποποιεί στο κοινωνικό γίγνεσθαι του σήμερα, με σαφή και ξεχωριστά ύφη στα πατρόν και τα χρώματα.
Η Κατερίνα Λέχου δικαίωσε την πολυδιάστατη Linda Wilde με τη σαρωτική της ερμηνεία. Με τρόπο βαθιά συνειδητό και προσεγμένο, εξέφρασε τη δυσκολία του ρόλου, σαν άλλος Οδυσσεύς, να βρει τον προορισμό του, μακριά από τα κοινωνικά προσκόμματα. Τη Linda συναισθάνθηκε ο κάθε θεατής, γιατί κατάλαβε τη βαθιά και ουσιαστική της αλήθεια. Η ηθοποιός αξίζει ένα μεγάλο μπράβο!
Η Νεφέλη Κουρή, ενσαρκώνοντας την Alice, τη μεγάλη κόρη της Linda, έγινε το σύμβολο για πολλούς ανθρώπους, που αντιμετωπίζουν μοναχικά τα «σκοτεινά» τους τραύματα. Η σχέση με τη μητέρα της, η εμμονή της με την αγαπημένη της πιτζάμα, η ροπή της στην κατάθλιψη και τον αυτοτραυματισμό αποτυπώθηκαν από την ηθοποιό, σαν μια κραυγή βοήθειας, που δυσκολεύονται οι γύρω της να αποκωδικοποιήσουν.
Υποδυόμενη την Amy, την εγωκεντρική, αλλά και βαθιά ανασφαλή ανταγωνίστρια της Linda, η Εριέττα Μανούρη κέντρισε το ενδιαφέρον του κοινού με την ερμηνευτική της δεινότητα. Ο χαρακτήρας αυτός εμφορείται από το βάρος του χρέους να ικανοποιεί τις κοινωνικές «επιταγές», γιατί με αυτά τα πρότυπα γαλουχήθηκε ως γυναίκα. Η Amy θέλει να γίνει όσα η Linda νόμιζε ότι πέτυχε. Το άγχος της αποτυχίας την οδηγεί σε πανικό, κάτι που αποτυπώθηκε από την ηθοποιό με μαεστρία.
Η ερμηνεία του Μιχάλη Μαρκάτη, ως Neil, συζύγου της Linda, εξέφρασε τις ανησυχίες και τις αδυναμίες του μεσήλικα άνδρα, που αναζητά τρόπους αυτοεπιβεβαίωσης. «Βουλιάζοντας» στη ρουτίνα και τη συνήθεια, θεωρεί τον γάμο του δεδομένο, κάτι που, όμως, θα κληθεί να αναθεωρήσει.
Ο Βασίλης Καζής, αναλαμβάνοντας τον ρόλο του Luke, κατέστησε σαφή τον «πνευματώδη», αλλά και ατίθασο, παράλληλα, χαρακτήρα του. Μέσω της κίνησης του σώματός του και της φωνής του, «υπηρέτησε» πιστά τόσο τα θετικά, όσο και τα αρνητικά του στοιχεία, εκφράζοντάς τα με πηγαία καθαρότητα.
Στον ρόλο της έφηβης κόρης της Linda, Bridget, η Μαριέλλα Δουμπού προέβαλε με χαρισματική αμεσότητα τις δυσκολίες στη ζωή ενός παιδιού, που αισθάνεται παραμέληση από τους γονείς του. Το συναίσθημα του θυμού, που σταδιακά οδηγεί σε ενσυναίσθηση και νοητική αναθεώρηση, διατυπώθηκε με τρόπο πλήρως εξωτερικευμένο, συνυφασμένο με την αγνότητα της ηλικίας της.
Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να δοθεί στον Άλκη Κούρκουλο, η παρουσία του οποίου στην παράσταση θεωρήθηκε καθοριστικής σημασίας.
Η «Linda», πάνω απ' όλα, είναι μια ιστορία που όλοι και όλες οφείλουν να ακούσουν, γιατί συνιστά ένα κομμάτι και της δικής τους ιστορίας, ως εργαζόμενοι, ως σύζυγοι, ως γονείς, ως παιδιά, ως άνθρωποι.
Comments