Σε λίγες μέρες στη σκηνή του Θεάτρου «Μικρό Άνεσις» κλείνει το δεύτερο κύκλο της η παράσταση «Λευκές Νύχτες» του Φιοντόρ Ντοστογιέφκσι, σε διασκευή και σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Ασπιώτη, με τον ίδιο στον κεντρικό ρόλο και με συμπρωταγωνίστρια του την Αλεξάνδρα Αϊδίνη.
Αυτή την ηλιόλουστη Κυριακή λοιπόν που πέρασε, βρεθήκαμε στη σκηνή του θεάτρου λίγες ώρες πριν την απογευματινή παράσταση. Εκεί συναντήσαμε το όμορφο αυτό και καλλιτεχνικό ζευγάρι που αποτελούν ο Κωνσταντίνος και η Αλεξάνδρα. Πρόκειται για δυο ηθοποιούς όχι μόνο ταλαντούχους αλλά και απίστευτα καλλιεργημένους, γεμάτους ευγένεια και καλοσύνη. Κάναμε μια απολαυστική συζήτηση σχετικά με τις σκέψεις μας – και ελπίζουμε και τις δικές σας – σχετικά με την υπέροχη νουβέλα του Ντοστογιέφσκι που ανεβάζουν τόσο επιτυχημένα εδώ και δύο χρόνια. Και φυσικά την μοιραζόμαστε μαζί σας.
Πώς νιώθετε φέτος που ανεβάζετε για δεύτερη χρονιά την παράσταση; Αν δεν κάνω λάθος την είχατε ξανανεβάσει και πριν κάποια χρόνια;
Κωνσταντίνος Ασπιώτης: Δεν είχαμε ανεβάσει το έργο πιο παλιά. Είχαμε αναμετρηθεί με τους ίδιους ρόλους, από την ίδια νουβέλα, σε μια διαφορετική όμως παράσταση, σκηνοθεσία και διασκευή. Οπότε είδαμε το υλικό αυτών των δύο ρόλων εκ νέου, σε μια άλλη ματιά, δικιά μας. Το ανεβάσαμε πρώτη φορά πέρυσι, αλλά θεωρήσαμε ότι δεν έχει ολοκληρώσει το κύκλο της η παράσταση. Και επειδή το θέατρο είναι ούτως ή άλλως μια εργασία εν εξελίξει, πράγματι φέτος ήρθαμε με νέο κέφι και βρήκαμε όντως πολλά νέα πράγματα που μπορούν να σου δώσουν αυτά τα μεγάλα κείμενα, τα οποία συνέχεια τα ανακαλύπτεις εκ νέου.
Αλεξάνδρα Αϊδίνη: Ναι, δεν ήμασταν έτοιμοι πέρυσι να τους αποχαιρετήσουμε αυτούς τους χαρακτήρες. Και σίγουρα τέτοιου είδους χαρακτήρες είναι ανεξάντλητοι, και έχεις πάρα πολύ περιθώριο να εντρυφήσεις πάνω σε αυτούς. Και εφόσον μάλιστα νιώσαμε πως και το κοινό μας χάρισε μια πολύ θερμή υποδοχή, είπαμε ότι δεν έχει τελειώσει αυτό το κεφάλαιο.
Κύριε Ασπιώτη πως είναι η εμπειρία του να σκηνοθετείτε και να παίζετε παράλληλα; Έχετε κάποια προτίμηση, πως συνδυάζονται αυτά τα δύο;
Κ.Α. : Σίγουρα δίνει το ένα στο άλλο και συνδυάζονται, εάν μπορείς να τα συνδυάσεις. Είναι δυο τελείως διαφορετικές ειδικότητες αυτής της τέχνης. Δεν μπορώ να διαλέξω το ένα ή το άλλο γιατί κατά πρώτον είναι πολύ διαφορετικά ως προς όλη την λειτουργία που καλείσαι να έχεις και δεύτερον είναι πολύ κοινός ο παρονομαστής που είναι το θέατρο και μια ιστορία που προσπαθείς να πεις. Είναι ειδικότητες του θεάτρου που εμένα μου αρέσουν και θεωρώ ότι μπορώ, κατά περιπτώσεις, να τις κάνω.
Ένα σημαντικό στοιχείο του έργου είναι η μοναξιά των δύο χαρακτήρων. Ήταν η μοναξιά το μόνο πράγμα που έφερε κοντά αυτούς τους 2 ανθρώπους;
Α.Α. : Νομίζω ότι είναι ένα έργο που μιλά για τη μοναξιά και για την απόπειρα κατάργησης της. Και η συνάντηση αυτών των δύο ανθρώπων έχει κάτι το πολύ μοιραίο και το πολύ τυχαίο μαζί, αυτός είναι ο συνδυασμός. Σαν να συναντάνε ο ένας τον άλλον στο σωστό μέρος τη σωστή στιγμή για να μπορέσει να ανθίσει κάτι που θα τους απεγκλωβίσει και θα τους απελευθερώσει, ανεξαρτήτως της τελικής κατάληξης. Δηλαδή, αλλιώς μπαίνουνε στις νύχτες αυτές στην προκυμαία, και θέλω να εύχομαι τουλάχιστον, πως αλλιώς βγαίνουνε. Εμείς τουλάχιστον περνώντας από όλο αυτό είναι σαν να κάνουμε κάθε βράδυ μια πολύ μεγάλη διαδρομή. Νομίζω [οι ήρωες] ενηλικιώνονται, περνάνε καλά εκμυστηρεύονται. Νομίζω πρώτη φορά είναι τόσο αληθινοί, τόσο με τους εαυτούς τόσο όσο και απέναντι στον άλλον. Παρουσιάζονται ακριβώς όπως είναι, και ακόμα και οι ίδιοι παραδέχονται πως είναι σαν να γνωρίζονται χρόνια. Είναι ένας ύμνος στη φιλία πιστεύω εν τέλη και όσο παίζω αυτό το ρόλο το καταλαβαίνω καλύτερα. Δηλαδή, παρόλο το κάπως θλιβερό τέλος όλο αυτό που άξιζε είναι τεράστιο και το νιώθουμε και τώρα πιο πολύ από ποτέ, ότι όταν ερχόμαστε σε επαφή πραγματικά με έναν άνθρωπο μπορεί αυτή η επαφή να μας πάρει όλο τον πόνο, μπορεί όμως να μας προσθέσει πόνο. Αλλά είναι κάτι που σε μεγαλώνει, σε πλουτίζει. Κάτι έχουν ανάγκη και οι δύο και με κάποιο τρόπο ίσως χρησιμοποιούν ο ένας τον άλλον, μπορεί η Νάστινκα λίγο πιο πολύ. Αν και δεν είναι ωραία λέξη το χρησιμοποιώ, αλλά όλοι κάτι θέλουμε από τον άλλον, και όταν ο άλλος έχει να μας το δώσει και του δίνουμε και εμείς, τότε οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους.
Κ.Α. : Ναι πολύ ωραία τα είπε η Αλεξάνδρα, συμφωνώ.
Πιστεύετε υπάρχουν και στην εποχή μας τέτοιου είδους άνθρωποι Ονειροπόλοι ή και τέτοιου είδους σχέσεις;
Κ.Α. : Εγώ νομίζω ότι υπάρχουν, ναι, και μάλιστα ζητάμε από τον εαυτό μας να γίνεται ενίοτε, καθότι η μοναξιά του κάθε ανθρώπου και η ανάγκη του για επικοινωνία και παρέα δεν είναι κάτι το οποίο υπήρχε το 1822, το 1830, το 1850 και πάει τέλειωσε, είναι κάτι το διαχρονικό. Εγώ αυτό στο οποίο θέλω να σταθώ είναι κάτι πιο κρυμμένο σε αυτό το έργο και είναι ουσιαστικά η ανάγκη ενός καλλιτέχνη να δημιουργεί τα όνειρα του. Ονειρεύεται επίσης όπως ο Ονειροπόλος, φαντάζεται κόσμους και προσπαθεί να τους φτιάξει, γιατί όμως; Για να επικοινωνήσει με άλλους ανθρώπους, δηλαδή το κοινό. Οπότε ξέρεις έτσι υπάρχει ένα υπόγειο, ύπουλο πράγμα που μας κάνει να αγαπάμε ίσως λίγο περισσότερο αυτό το έργο από τον κοινωνικό του απλώς χαρακτήρα, από αυτό που διαμείβεται σε ψυχολογικό επίπεδο. Αυτό μπορεί να μας το προσφέρει και η νουβέλα διαβάζοντας την, εδώ πέρα όμως είναι θέατρο.
Α.Α. : Είναι και λίγο σαν ένα μικρό μανιφέστο, του πως γεννιέται και παράλληλα τι πάθος δημιουργείται σε έναν άνθρωπο που οραματίζεται κάτι. Ο Ονειροπόλος νομίζω το κρατάει για τον εαυτό του, αλλά από τη στιγμή που το επικοινωνεί στην Νάστινκα ξετυλίγεται. Μιλάει λίγο και ο ίδιο ο συγγραφέας πιστεύω, ή και ένας οποιοσδήποτε δημιουργός μπορεί να ταυτιστεί με τις στιγμές που ζει εκείνος μόνος του στο σπίτι. Ένας καλλιτέχνης σε μια διαδικασία δημιουργίας χάνεται κάπου, βλέπει οράματα, δεν κοιμάται, αγωνιά, μπαίνει μέσα σε αυτά, μπερδεύεται σκοντάφτει. Για εμένα σήμερα και αν υπάρχουν Ονειροπόλοι, ζούμε σε μια κοινωνία και εποχή που δεν θέλει να πιστεύουμε ότι υπάρχουν, αλλά όσο πιο πολύ κάτι καταπιέζεται υπάρχουν ανθρώποι που ασφυκτιούν τόσο πολύ, είτε μόνοι τους είτε με άλλον έναν άνθρωπο και αποζητούν κάτι ονειρικό, κάτι ουτοπικό και βρίσκουν τρόπους διάφορους να το πλησιάσουν.
K.A. : Ναι αλλά εδώ μιλάμε σε ένα λογικό, πραγματικό επίπεδο και πιθανόν να μην είναι και απόλυτα σωστό από μια άποψη. Αλλά εγώ πιστεύω εδώ ο Ντοστογιέφσκι μιλάει για έναν ήρωα που είναι πιο πολύ ένα κομμάτι που το έχουμε όλοι μας. Δεν είναι δηλαδή να ψάξουμε να βρούμε έναν Ονειροπόλο όπως τον έχει γράψει ο Ντοστογιέφσκι, αλλά το κομμάτι που έχει μέσα του ο καθένας από εμάς που είναι ονειροπόλος. Για αυτό το λόγο μάλιστα δεν λέει το όνομα του ποτέ, θα μπορούσε να τον ονομάσει Ιγκόρ ή Ιβάν ή οτιδήποτε άλλο, αλλά δεν το κάνει ώστε να μπορεί ο καθένας μας να είναι αυτός. Δεν είναι κάποιος συγκεκριμένος άνθρωπος, είμαι εγώ που γνωρίζω τη Νάστινκα, είσαι εσύ.
Τι απέγινε ο Ονειροπόλος μας μετά το πέρας του έργου κατά τη γνώμη σας?
K.A. : Αυτό δεν μπορούμε να το πούμε, αυτό πρέπει να το απαντήσετε εσείς. Και νομίζω ότι δεν έχουμε και απάντηση στα αλήθεια. Είναι και για εμάς όσο προσωπικό είναι και για εσάς. Για αυτό το αφήνει και ο συγγραφέας έτσι.
Α.Α. : Νομίζω ότι το έργο δίνει μια λύση πολύ ξεκάθαρη στο τέλος, δεν τελειώνει όπως κάποια σύγχρονα έργα με ένα "και τώρα τι;". Ξέρεις πολύ καλά τι έγινε και είναι και πολύ σκληρό και βίαιο, ξεκινώντας από αυτή την ελαφράδα, από αυτή την αθωότητα…
Κ.Α. : Πάντως δεν ξέρουμε καθόλου την συνέχεια τους…
Α.Α. : Όχι, όχι αλλά έχει ένα τέλος, το οποίο είναι κάτι που έχουμε ζήσει και θα το ζήσουμε. Και είναι και μια μικρή κάθαρση ή λύτρωση που είναι σαν να λέει «ξέρεις τι, φίλε μου, που το έχεις ζήσει από τη μια ή την άλλη πλευρά, δεν είσαι μόνος». Θα συμβεί. Και σίγουρα αυτοί οι άνθρωποι όπως τους βλέπω και με τα συμπεράσματα που βγάζω, η Νάστινκα με το τσαγανό της και την αγάπη που κρύβει μέσα της και την μεγαλοσύνη της με ένα τρόπο, σίγουρα θα συνεχίσουν να ζουν
Κ.Α. : Για εμένα, δεν έχει σημασία τι γίνεται μετά, αλλά το ότι αυτοί οι δύο φεύγοντας από εκεί, όπως φιλοδοξώ και οι θεατές φεύγοντας από την παράσταση, να θυμούνται για πάντα τις Λευκές Νύχτες τις οποίες ζήσαν.
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ και ελπίζω να τα ξαναπούμε σύντομα!
Comments